εδραιώνω — εδραιώνω, εδραίωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εδραιώνω — (AM ἑδραιῶ, όω) [εδραίος] στερεώνω, κάνω σταθερό κάτι αρχ. ασφαλίζω, οχυρώνω … Dictionary of Greek
εδραίωμα — το (AM ἑδραίωμα) [εδραιώνω] στήριγμα … Dictionary of Greek
εδραίωση — η (AM ἑδραίωσις) [εδραιώνω] στερέωση, εμπέδωση, σταθεροποίηση μσν. υποστήριγμα … Dictionary of Greek
εποικοδομώ — (AM ἐποικοδομῶ, έω) οικοδομώ, χτίζω επάνω σε προϋπάρχοντα θεμέλια ή οικοδομή (α. «ἐποικοδομήσαντες δὲ αὐτὸ οἱ Ἀθηναῑοι ὑψηλότερον τὸ τεῑχος» β. «ἐπὶ ταύτης οἷον κρηπῑδος μονίμου ἐποικοδομεῑν δυνατόν») αρχ. μσν. 1. ανοικοδομώ («ἐπῳκοδόμει δὲ τὸ… … Dictionary of Greek
καθεδραιώ — καθεδραιῶ, όω (Α) σταθεροποιώ, στερεώνω, εδραιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἑδραιῶ (< ἑδραῑος < ἕδρα)] … Dictionary of Greek
στερεώνω — στερεῶ, όω, ΝΜΑ και στεριώνω Ν, και στερρῶ, όω Α [στερεός / στερρός / στέριος] 1. καθιστώ κάτι στερεό, σταθερό (α. «στερεώνω τον τοίχο» β. «στερεοῡν τοὺς πόδας», Ξεν.) 2. συνεκδ. α) καθιστώ κάτι ισχυρό, ενισχύω («βουλόμενοι διὰ πόνων καὶ ἱδρῶτος… … Dictionary of Greek
τσιμεντάρω — Ν [τσιμέντο] 1. επιστρώνω, φράζω ή ενώνω κάτι με τσιμέντο 2. μτφ. εδραιώνω, παγιώνω … Dictionary of Greek
εμπεδώνω — εμπέδωσα, εμπεδώθηκα, εμπεδωμένος, μτβ., κάνω κάτι σταθερό, στερεώνω, εδραιώνω, ασφαλίζω: Η ειρήνη δεν εμπεδώθηκε καλά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)