εδραιώνω

εδραιώνω
εδραίωσα, εδραιώθηκα, εδραιωμένος, μτβ., κάνω κάτι εδραίο (στερεό), στερεώνω, σταθεροποιώ, ισχυροποιώ (κυριολ. και μτφ.): Εδραιώθηκε η πεποίθηση ότι θα γίνουν εκλογές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εδραιώνω — εδραιώνω, εδραίωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εδραιώνω — (AM ἑδραιῶ, όω) [εδραίος] στερεώνω, κάνω σταθερό κάτι αρχ. ασφαλίζω, οχυρώνω …   Dictionary of Greek

  • εδραίωμα — το (AM ἑδραίωμα) [εδραιώνω] στήριγμα …   Dictionary of Greek

  • εδραίωση — η (AM ἑδραίωσις) [εδραιώνω] στερέωση, εμπέδωση, σταθεροποίηση μσν. υποστήριγμα …   Dictionary of Greek

  • εποικοδομώ — (AM ἐποικοδομῶ, έω) οικοδομώ, χτίζω επάνω σε προϋπάρχοντα θεμέλια ή οικοδομή (α. «ἐποικοδομήσαντες δὲ αὐτὸ οἱ Ἀθηναῑοι ὑψηλότερον τὸ τεῑχος» β. «ἐπὶ ταύτης οἷον κρηπῑδος μονίμου ἐποικοδομεῑν δυνατόν») αρχ. μσν. 1. ανοικοδομώ («ἐπῳκοδόμει δὲ τὸ… …   Dictionary of Greek

  • καθεδραιώ — καθεδραιῶ, όω (Α) σταθεροποιώ, στερεώνω, εδραιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἑδραιῶ (< ἑδραῑος < ἕδρα)] …   Dictionary of Greek

  • στερεώνω — στερεῶ, όω, ΝΜΑ και στεριώνω Ν, και στερρῶ, όω Α [στερεός / στερρός / στέριος] 1. καθιστώ κάτι στερεό, σταθερό (α. «στερεώνω τον τοίχο» β. «στερεοῡν τοὺς πόδας», Ξεν.) 2. συνεκδ. α) καθιστώ κάτι ισχυρό, ενισχύω («βουλόμενοι διὰ πόνων καὶ ἱδρῶτος… …   Dictionary of Greek

  • τσιμεντάρω — Ν [τσιμέντο] 1. επιστρώνω, φράζω ή ενώνω κάτι με τσιμέντο 2. μτφ. εδραιώνω, παγιώνω …   Dictionary of Greek

  • εμπεδώνω — εμπέδωσα, εμπεδώθηκα, εμπεδωμένος, μτβ., κάνω κάτι σταθερό, στερεώνω, εδραιώνω, ασφαλίζω: Η ειρήνη δεν εμπεδώθηκε καλά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”